θυράγματα

θυράγματα
θυράόγματα, τὰ (Α) [θυράζω]
(κατά τον Ησύχ.) «ἀφοδεύματα».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θυράγματα — neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυράζω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) σπρώχνω έξω από τη θύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα. Αβέβαιος τ., για την ύπαρξη τού οποίου συνηγορεί η γλώσσα τού Ησύχ. θυράγματα αφοδεύματα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”